- εξογκωμένος
- η , ο[ν]1) преувеличенный; раз дутый (разг ); 2) разбухший, раздутый, распухший
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ένογκος — ἔνογκος, ον (AM) [όγκος] 1. εξογκωμένος, διογκωμένος 2. ογκώδης, σωματώδης … Dictionary of Greek
γαστρώδης — γαστρώδης, ες (Α) [γαστήρ] 1. αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά 2. ο πρησμένος, ο εξογκωμένος … Dictionary of Greek
ενοιδής — ἐνοιδής, ές (Α) [ενοιδέω] εξογκωμένος, πρησμένος … Dictionary of Greek
εξογκώ — (I) έω ἐξογκῶ (Α) σχηματίζω όγκο, είμαι εξογκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ογκώ (< όγκος)]. (II) όω ἐξογκῶ (AM) βλ. εξογκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. εξογκώ (I)] … Dictionary of Greek
εποιδαλέος — ἐποιδαλέος, α, ον (Α) πρησμένος, εξογκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οιδαλέος (< οιδέω* «πρήζομαι»] … Dictionary of Greek
κονδυλοειδής — ές (Α κονδυλοειδής, ες) αυτός που έχει μορφή κονδύλου, κονδυλώδης, εξογκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδυλος + είδης*] … Dictionary of Greek
κονδυλωτός — κονδυλωτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που μοιάζει με κόνδυλο, εξογκωμένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κονδυλωτόν το εξόγκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδυλος + επίθημα ωτός (πρβλ. ελικ ωτός, θολ ωτός)] … Dictionary of Greek
κυμαίνω — (AM κυμαίνω) [κύμα] 1. (για θάλασσα) υψώνομαι σε κύματα, κυματίζω, εξογκώνομαι, φουσκώνω («ὑπό πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα», Ομ. Οδ.) 2. (για γραμμή στρατιωτών) κινούμαι όπως το κύμα, ελίσσομαι, κινούμαι κυματοειδώς («τῆς δ ὑφ αὑτῷ στρατιᾱς τὸ… … Dictionary of Greek
κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… … Dictionary of Greek
ογκηρός — ὀγκηρός, ά, όν (Α) 1. εξογκωμένος, ογκώδης, πρησμένος 2. μτφ. πομπώδης («ἐν τραγωδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει», Λογγίν.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀγκηρόν κομπορρημοσύνη, στόμφος 4. φρ. «ὀγκηρότερον διάγειν» το να συμπεριφέρεται κάποιος με μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
οιδαλέος — α, ο (Α οἰδαλέος, α, ον) εξογκωμένος, φουσκωμένος, πρησμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰδῶ «είμαι πρησμένος» + κατάλ. αλέος (πρβλ. κερδ αλέος)] … Dictionary of Greek